σφαλλός

σφαλλός
ὁ, Α
βλ. σφαλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαλός — και σφαλλός, ὁ, Α 1. δισκοειδές μολύβδινο σκεύος με κρίκο το οποίο αφού έδεναν πάνω από το κεφάλι τό έριχναν κατά τους αγώνες 2. στρογγυλό ξύλο με δύο οπές μέσα στις οποίες κλείνονταν τα πόδια, η ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”